ἰδιαζόντως

ἰδιαζόντως
ἰδῐ-αζόντως [pron. full] [ῐδ], Adv.
A in a special or peculiar way, Stoic.3.94, D.S.19.99, S.E.P.1.182, Cod.Just.1.3.35.3, etc.; separately, opp. κοινῇ, Sammelb.7033.53 (v A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιδιαζόντως — (ΑΜ ἰδιαζόντως) επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο μσν. 1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια 2. διακεκριμένα μσν. αρχ. ξεχωριστά, ανεξάρτητα από... [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων τού ρ. ιδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • особь — (79) пр. и нар. I. Пр. нескл. Отдельный: тъ ѥсть дѣвьствьнъ. не иже тѣло своѥ хранить. ѿ съвъкѹплени˫а несквьрньно. нъ стыдѧисѧ ѥгда особь бываѥть. СбТр XII/XIII, 174 об.; проклѧтъ ѥго [Нестория] сборъ, ѥдинѹ же х҃а i б҃а наше(г) особь ѹпостась и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”